ψυχοπαθής

ψυχοπαθής
ης, ες психопат, душевнобольной

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ψυχοπαθής" в других словарях:

  • ψυχοπαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που πάσχει ψυχικά, αυτός που οι ψυχικές του λειτουργίες είναι ταραγμένες, ο φρενοβλαβής, ο φρενοπαθής: Κατάντησε ψυχοπαθής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψυχοπαθής — ές, Ν ιατρ. αυτός που έχει ψυχοπάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + παθής (< πάθος), πρβλ. φρενο παθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • ψυχοπάθεια — Παθολογική κατάσταση της προσωπικότητας, που δημιουργείται με την απόκλιση της ανάπτυξης του ανθρώπου από το φυσιολογικό. Η αλλοίωση του χαρακτήρα προκαλείται, όταν επιδρούν σε αυτόν δυσμενείς παράγοντες, όπως η κληρονομικότητα, η κακή ενδομήτρια …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάνδρα — I Θεά της Λακωνίας, η οποία λατρευόταν στις Αμύκλες και στα Λεύκτρα, όπου υπήρχαν ιερά της. Την παρίσταναν να κρατά λύρα. Αργότερα ταυτίστηκε με την Κασσάνδρα, κόρη του Πρίαμου και δούλα του βασιλιά Αγαμέμνονα. II Περίφημη ζωγράφος των… …   Dictionary of Greek

  • θεόληπτος — I Όνομα πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως. 1. Θ. A’ (; 1522). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1513 22). Χειροτονήθηκε μητροπολίτης Ιωαννίνων από τον προκάτοχό του, Παχώμιο Α’, και, όταν αυτός πέθανε, εξασφάλισε από τον σουλτάνο Σελίμ Α’ (1512 20) τον… …   Dictionary of Greek

  • κυνάνθρωπος — ο (AM κυνάνθρωπος, ον) νεοελλ. 1. ψυχοπαθής που φαντάζεται ότι είναι σκύλος 2. αναιδής σαν τον σκύλο, σκυλάνθρωπος αρχ. φρ. «νόσος κυνάνθρωπος» κυνανθρωπία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + ἄνθρωπος] …   Dictionary of Greek

  • ψυχοπαθητικός — ή, ό, Ν [ψυχοπαθής] 1. ιατρ. αυτός ο οποίος ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχοπάθεια και στον ψυχοπαθή 2. φρ. «ψυχοπαθητική προσωπικότητα» (ιατρ. ψυχολ.) προσωπικότητα η οποία παρουσιάζει διαταραχές τής συναισθηματικής συμπεριφοράς, καθώς και… …   Dictionary of Greek

  • Φρειδερίκος — I Όνομα δουκών, πριγκίπων και εκλεκτόρων. 1. Φ. B’ ο Μαχητής. Δούκας της Αυστρίας (1236 46). Διαδέχτηκε στην εξουσία τον πατέρα του Λεοπόλδο ΣΤ’ τον Ένδοξο και, εξαιτίας της αυταρχικότητας και του φιλοπόλεμου χαρακτήρα του, ήρθε πολλές φορές σε… …   Dictionary of Greek

  • τρελός — ή, ό επίρρ. ά 1. παράφρονας, φρενοβλαβής, ψυχοπαθής. 2. μτφ., απερίσκεπτος, ανόητος: Τρελά καμώματα. 3. πολύ άστατος, σκανταλιάρικος: Τρελό παιδί. 4. αυτός που ποθεί κάτι ως την τρέλα: Είναι τρελός γι αυτή. 5. στο σκάκι ο «αξιωματικός» που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρενοβλαβής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που πάσχει από φρενοβλάβεια (βλ. λ.), φρενοπαθής, ψυχοπαθής, μανιακός, παράφρονας, τρελός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»